ανάπλους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανάπλους | οι | ανάπλοι |
γενική | του | ανάπλου | των | ανάπλων |
αιτιατική | τον | ανάπλου | τους | ανάπλους |
κλητική | ανάπλου | ανάπλοι | ||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπλους, ἀνάπλοος < ἀνά + πλοῦς. Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + πλους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάπλους αρσενικό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πλέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάπλους
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'απόπλους' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)