ανάσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάσταση | οι | αναστάσεις |
γενική | της | ανάστασης* | των | αναστάσεων |
αιτιατική | την | ανάσταση | τις | αναστάσεις |
κλητική | ανάσταση | αναστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάσταση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάστασις (έγερση από τον τάφο) - (η χριστιανική σημασία στην ελληνιστική κοινή)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάσταση θηλυκό
- η επαναφορά στη ζωή ενός νεκρού για τη θρησκευτική σημασία → δείτε τις λέξεις Ανάσταση και τη γραφή
- ↪ η ανάσταση του Λαζάρου
- (μεταφορικά) η αναγέννηση, αναζωογόνηση μετά από περίοδο παρακμής
- (ως επιφώνημα) επιτέλους!
- ↪ Το κατάλαβες, επιτέλους! Ανάσταση!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάσταση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανάσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)