ανέγνοιαστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανέγνοιαστα < ανέγνοιαστος (δίχως έγνοιες)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανέγνοιαστα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ανέγνοιαστα