ανέγνοιαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέγνοιαστα < ανέγνοιαστος (δίχως έγνοιες)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανέγνοιαστα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέγνοιαστα
|
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανέγνοιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανέγνοιαστο