ανέχεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανέχεια οι ανέχειες
      γενική της ανέχειας των ανεχειών
    αιτιατική την ανέχεια τις ανέχειες
     κλητική ανέχεια ανέχειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανέχεια < α- στερητικό + έχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανέχεια θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν έχει τα απαραίτητα για να ζήσει, η μεγάλη φτώχια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]