αναβλύζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβλύζω < αρχαία ελληνική ἀναβλύζω < ἀνά + βλύζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναβλύζω

  1. (κυριολεκτικά) (για υγρά) ξεχύνομαι ορμητικά
     συνώνυμα: αναδύομαι, αναπηδώ, αναρροώ, ξεπετάγομαι, πηγάζω
  2. (μεταφορικά) αναδύομαι, πηγάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]