αναγεννησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγεννησιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αναγεννησιακός -ή -ό
- που αναφέρεται στην εποχή της Αναγέννησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγεννησιακός