αναδένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδένω < αρχαία ελληνική ἀναδέω / ἀνδέω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδένω (παθητική φωνή: αναδένομαι)

  1. δένω προς τα πάνω, συγκρατώ ψηλά
  2. ξαναδένω, ξανασυνδέω
  3. (ναυτικός όρος) δένω πλοίο σε ρυμουλκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]