αναδένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδένω < αρχαία ελληνική ἀναδέω / ἀνδέω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναδένω (παθητική φωνή: αναδένομαι)
- δένω προς τα πάνω, συγκρατώ ψηλά
- ξαναδένω, ξανασυνδέω
- (ναυτικός όρος) δένω πλοίο σε ρυμουλκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναδένω | ανάδενα | θα αναδένω | να αναδένω | αναδένοντας | |
β' ενικ. | αναδένεις | ανάδενες | θα αναδένεις | να αναδένεις | ανάδενε | |
γ' ενικ. | αναδένει | ανάδενε | θα αναδένει | να αναδένει | ||
α' πληθ. | αναδένουμε | αναδέναμε | θα αναδένουμε | να αναδένουμε | ||
β' πληθ. | αναδένετε | αναδένατε | θα αναδένετε | να αναδένετε | αναδένετε | |
γ' πληθ. | αναδένουν(ε) | ανάδεναν αναδέναν(ε) |
θα αναδένουν(ε) | να αναδένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάδεσα | θα αναδέσω | να αναδέσω | αναδέσει | ||
β' ενικ. | ανάδεσες | θα αναδέσεις | να αναδέσεις | ανάδεσε | ||
γ' ενικ. | ανάδεσε | θα αναδέσει | να αναδέσει | |||
α' πληθ. | αναδέσαμε | θα αναδέσουμε | να αναδέσουμε | |||
β' πληθ. | αναδέσατε | θα αναδέσετε | να αναδέσετε | αναδέστε | ||
γ' πληθ. | ανάδεσαν αναδέσαν(ε) |
θα αναδέσουν(ε) | να αναδέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναδέσει | είχα αναδέσει | θα έχω αναδέσει | να έχω αναδέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναδέσει | είχες αναδέσει | θα έχεις αναδέσει | να έχεις αναδέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναδέσει | είχε αναδέσει | θα έχει αναδέσει | να έχει αναδέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναδέσει | είχαμε αναδέσει | θα έχουμε αναδέσει | να έχουμε αναδέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναδέσει | είχατε αναδέσει | θα έχετε αναδέσει | να έχετε αναδέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναδέσει | είχαν αναδέσει | θα έχουν αναδέσει | να έχουν αναδέσει |
|