αναδιανέμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδιανέμω < ανα- + διανέμω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδιανέμω (παθητική φωνή: αναδιανέμομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]