αναδιφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδιφώ < αρχαία ελληνική ἀναδιφῶ < ἀνά + διφῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδιφώ

  1. ερευνώ, ψάχνω χώρους με γραπτά κείμενα
  2. εξετάζω, μελετώ
    αναδίφησε τα πρακτικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]