αναδοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδοχή | οι | αναδοχές |
γενική | της | αναδοχής | των | αναδοχών |
αιτιατική | την | αναδοχή | τις | αναδοχές |
κλητική | αναδοχή | αναδοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδοχή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναδοχή (ενέχυρο) < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι < δέχομαι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική acceptation[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναδοχή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναδέχομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αναδέχομαι, ανά και δέχομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδοχή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναδοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)