αναδρομικός σχηματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδρομικός σχηματισμός < → δείτε τις λέξεις αναδρομικός και σχηματισμός μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική back-formation
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αναδρομικός σχηματισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) η κατ’ αναλογία παραγωγή και σχηματισμός μιας λέξης με τρόπο που κανονικά θα έπρεπε να είχε την αντίθετη φορά
- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Ενώ κανονικά το ρήμα συνοδεύω θα έπρεπε να παράγεται από το ουσιαστικό συνοδός, χρονικά συνέβη το αντίθετο: πρώτα εμφανίστηκε στην ελληνιστική εποχή η λέξη συνοδεύω και στη συνέχεια με αναδρομικό τρόπο πλάστηκε η λέξη συνοδός.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κεφάλαιο 4. Αναδρομική παραγωγή - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
- Κατηγορία:Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδρομικός σχηματισμός