αναθάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναθάλλω < (ελληνιστική κοινή) ἀναθάλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναθάλλω

  1. για φυτό που ξαναγίνεται πράσινο, ξαναζωντανεύει, ξανανθίζει
  2. για άνθρωπο, μεταφορικά, ξανανθίζει, ξανανιώνει, γίνεται ξανά καρπερός, γόνιμος, ξαναβλασταίνει, γίνεται πάλι θαλερός, αποκτά νέα ακμή, σφρίγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]