αναθεματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναθεματίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναθεματίζω < μεταγενέστερη ελληνική ἀνάθεμα < ἀνάθημα (αφιέρωμα, τάμα) < ἀνατίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

αναθεματίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]