αναιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anémique < anémie < αρχαία ελληνική ἀναιμία. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + αίμ(α) + -ικός. [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναι‐μι‐κός
- ομόηχο: ανεμικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αναιμικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την αναιμία
- που πάσχει από αναιμία
- (μεταφορικά) ο αδύναμος
- ≈ συνώνυμα: άτονος, υποτονικός
- (μεταφορικά) ο αδύνατος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναιμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)