ανακάμπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακάμπτω < αρχαία ελληνική ἀνακάμπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακάμπτω

  1. επανέρχομαι δυναμικά ύστερα από απουσία ή από μια περίοδο υποτονικής παρουσίας σε ένα τομέα
    Η οικονομία δεν ανέκαμψε παρά τον δανεισμό της χώρας
  2. λυγίζω προς τα πάνω τα χέρια μου
  3. λυγίζω προς τα πίσω τον κορμό μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

ανακάμπτω, ανέκαμπτα, θα ανακάμψω, ανέκαμψα, να ανακάμπτω, έχω/είχα, θα έχω/να έχω ανακάμψει, ανακάμπτοντας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]