αναληθώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναληθώς < μεταγενέστερη ελληνική ἀναληθῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

αναληθώς

  1. ψευδώς
  2. με τρόπο που έκρυβε μη ειλικρινείς προθέσεις, με την πρόθεση να εξαπατηθεί, παραπλανηθεί κάποιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]