αναλογιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλογιστικός η αναλογιστική το αναλογιστικό
      γενική του αναλογιστικού της αναλογιστικής του αναλογιστικού
    αιτιατική τον αναλογιστικό την αναλογιστική το αναλογιστικό
     κλητική αναλογιστικέ αναλογιστική αναλογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλογιστικοί οι αναλογιστικές τα αναλογιστικά
      γενική των αναλογιστικών των αναλογιστικών των αναλογιστικών
    αιτιατική τους αναλογιστικούς τις αναλογιστικές τα αναλογιστικά
     κλητική αναλογιστικοί αναλογιστικές αναλογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναλογιστικός < αρχαία ελληνική ἀναλογιστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αναλογιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]