αναλύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλύσιμος < (ελληνιστική κοινή) ἀναλύσιμος < αρχαία ελληνική ἀναλύω
Επίθετο[επεξεργασία]
αναλύσιμος
- που μπορεί κάποιος να τον αναλύσει σε μικρότερες μονάδες
- που μπορεί κάποιος να τον αναλύσει λεπτομερειακά και να τον ερμηνεύσει
- στις κλινικές μελέτες τα αποτελέσματα πρέπει να είναι αναλύσιμα
- ...ο ειδικός διαπιστώνει ότι η ψύχωση είναι αναλύσιμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλύσιμος
|