αναλύτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλύτρια οι αναλύτριες
      γενική της αναλύτριας των αναλυτριών
    αιτιατική την αναλύτρια τις αναλύτριες
     κλητική αναλύτρια αναλύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναλύτρια < αναλυτής + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναλύτρια θηλυκό

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη  αναλυτής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν άλλη λέξη για αυτό το γένος σε αυτό το λήμμα δείτε αναλυτής