αναμερισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναμερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμερίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αναμερισμένος
- που τον έχουν ξεχωρίσει και τον έχουν βάλει παράμερα, χωριστά, ο καταφρονημένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναμερισμένος
|