αναξιοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναξιοκρατικός < αναξιοκρατία
Επίθετο[επεξεργασία]
αναξιοκρατικός
- αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά της αναξιοκρατίας, που δεν εκφράζει το ηθικό αλλά και συμφέρον σύστημα της ανταμοιβής του άξιου, αλλά στηρίζει τον ανάξιο, τον ανίκανο
- αναξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων
- αναξιοκρατικές μεταθέσεις
- αναξιοκρατικές οι διαδικασίες αξιολόγησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναξιοκρατικός
|