αναξιόπιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναξιόπιστα < επίθετο αναξιόπιστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναξιόπιστα
- με τρόπο που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, που δεν σε προδιαθέτει να στηριχτείς σε κάποιους ότι θα κάνουν κάτι σωστά, με συνέπεια
- Δεν είναι τεμπέλης, αλλά φέρεται αναξιόπιστα, δεν παραδίδει στην ώρα του, λέει σαχλές δικαιολογίες, σου αλλάζει παραμέτρους τελευταία στιγμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναξιόπιστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναξιόπιστα
- αιτιατική ενικού του αναξιόπιστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναξιόπιστος