αναπαλλοτρίωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπαλλοτρίωτος < ελληνιστική ἀναπαλλοτρίωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπαλλοτρίωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί το κράτος να πάρει για δημόσια χρήση από κάποιον χωρίς τη συμφωνία του, ακόμα κι αν του προσφέρει κατάλληλη αποζημίωση, που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί
- που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από κάποιον (κυρίως για θεμέλιο δικαίωμα) δηλαδή αναφαίρετο
- το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στη ζωή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπαλλοτρίωτος