αναπαριστάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπαριστάνω < αναπαριστώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπαριστάνω , πρτ.: αναπαρίστανα, στ.μέλλ.: θα αναπαραστήσω, αόρ.: αναπαρέστησα και αναπαράστησα, παθ.φωνή: αναπαριστάνομαιμτχ αναπαριστάνοντας
- αναπαράγω, απεικονίζω πιστά κάτι
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπαριστάνω