αναπαυτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναπαυτήριο τα αναπαυτήρια
      γενική του αναπαυτηρίου
αναπαυτήριου
των αναπαυτηρίων
    αιτιατική το αναπαυτήριο τα αναπαυτήρια
     κλητική αναπαυτήριο αναπαυτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπαυτήριο < από του ουδέτερο του αρχαιοελληνικού επιθέτου ἀναπαυτήριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναπαυτήριο ουδέτερο

  1. χώρος για ανάπαυση και αναψυχή είτε ως ειδική αίθουσα σε μεγάλο και οργανωμένο χώρο εργασίας (για το διάλειμμα) είτε ως ειδικά διαμορφωμένος δημόσιος χώρος σε άλσος ή σε πλατείες
  2. το πλατύσκαλο στις σκάλες (λέγεται και μικρό αναπαυτήριο)
  3. παλιότερα έτσι έλεγαν και τα κοιμητήρια ή νεκροταφεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]