αναπηδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναπηδῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπηδώ < αρχαία ελληνική ἀναπηδάω / ἀναπηδῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.piˈðo/

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπηδώ , πρτ.: αναπηδούσα, στ.μέλλ.: θα αναπηδήσω, αόρ.: αναπήδησαμτχ αναπηδώντας

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]