αναπλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπλέω < αρχαία ελληνική ἀναπλέω < ἀνά + πλέω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπλέω

  1. (λόγιο) πλέω αντίθετα προς το ρεύμα
     αντώνυμα: καταπλέω
  2. αναχωρώ από την ακτή ή από το λιμάνι στα ανοιχτά
     συνώνυμα: αποπλέω, εκπλέω
     αντώνυμα: καταπλέω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]