αναπλαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπλαστικός η αναπλαστική το αναπλαστικό
      γενική του αναπλαστικού της αναπλαστικής του αναπλαστικού
    αιτιατική τον αναπλαστικό την αναπλαστική το αναπλαστικό
     κλητική αναπλαστικέ αναπλαστική αναπλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπλαστικοί οι αναπλαστικές τα αναπλαστικά
      γενική των αναπλαστικών των αναπλαστικών των αναπλαστικών
    αιτιατική τους αναπλαστικούς τις αναπλαστικές τα αναπλαστικά
     κλητική αναπλαστικοί αναπλαστικές αναπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπλαστικός < ανάπλαση

Επίθετο[επεξεργασία]

αναπλαστικός

  1. ο σχετικός με την ανάπλαση, εκείνος που μορεί να αναπλάσει
    αναπλαστική χειρουργική
    δερματολογικά ηλεγμένη αναπλαστική κρέμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]