αναπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπλαστικός < ανάπλαση
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπλαστικός
- ο σχετικός με την ανάπλαση, εκείνος που μορεί να αναπλάσει
- αναπλαστική χειρουργική
- δερματολογικά ηλεγμένη αναπλαστική κρέμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπλαστικός
|