αναπλωρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπλωρίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναπλωρίζω < πλώρα < αρχαία ελληνική πρῷρα

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπλωρίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]