αναπόσπαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπόσπαστος η αναπόσπαστη το αναπόσπαστο
      γενική του αναπόσπαστου της αναπόσπαστης του αναπόσπαστου
    αιτιατική τον αναπόσπαστο την αναπόσπαστη το αναπόσπαστο
     κλητική αναπόσπαστε αναπόσπαστη αναπόσπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπόσπαστοι οι αναπόσπαστες τα αναπόσπαστα
      γενική των αναπόσπαστων των αναπόσπαστων των αναπόσπαστων
    αιτιατική τους αναπόσπαστους τις αναπόσπαστες τα αναπόσπαστα
     κλητική αναπόσπαστοι αναπόσπαστες αναπόσπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπόσπαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀναπόσπαστος

Επίθετο[επεξεργασία]

αναπόσπαστος, -η, -ο

  1. (σπάνιο) που δεν έχει αποσπαστεί
     αντώνυμα: αποσπασμένος
  2. που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αποσπαστεί
  3. (ειδικότερα) που είναι τόσο αναγκαίος για κάτι ώστε αυτό να μην θεωρείται ολοκληρωμένο χωρίς αυτόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]