ανασαιμιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασαιμιά οι ανασαιμιές
      γενική της ανασαιμιάς των ανασαιμιών
    αιτιατική την ανασαιμιά τις ανασαιμιές
     κλητική ανασαιμιά ανασαιμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασαιμιά < μεσαιωνική ελληνική ἀνασασμός < μεσαιωνική ελληνική ἀνασαίνω < ή από την αρχαία ελληνική ἄνεσις ( < ἀνίημι) ή άμεσα από το ἀνίημι μέσω του αορίστου του ἀνέσαιμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανασαιμιά θηλυκό

Τὶς μικρές κουκουβάγιες ποὺ ξαγρύπνησαν...
Ἄ τί θυμάρι δυνατό ἡ ἀνασαιμιά του
Τί χάρτης περιφάνειας τὸ γυμνό του στῆθος
Ὁπου ξεσποῦσαν λευτεριά καὶ θάλασσα!...
Ἦταν γενναῖο παιδί∙
(Ελύτης, για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]