ανασκαλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασκαλεύω < (ελληνιστική κοινήἀνασκαλεύω < ἀνά + σκαλεύω / σκάλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανασκαλεύω

  1. σκαλίζω, σκάβω, σγαρλίζω
  2. υποδαυλίζω (π.χ. τη φωτιά)
  3. ψάχνω κάτι μετακινώντας πράγματα
  4. εξετάζω, (δι)ερευνώ, εξιχνιάζω (συνήθως παλιές ή ξεχασμένες υποθέσεις)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]