ανασκοπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασκοπικός η ανασκοπική το ανασκοπικό
      γενική του ανασκοπικού της ανασκοπικής του ανασκοπικού
    αιτιατική τον ανασκοπικό την ανασκοπική το ανασκοπικό
     κλητική ανασκοπικέ ανασκοπική ανασκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασκοπικοί οι ανασκοπικές τα ανασκοπικά
      γενική των ανασκοπικών των ανασκοπικών των ανασκοπικών
    αιτιατική τους ανασκοπικούς τις ανασκοπικές τα ανασκοπικά
     κλητική ανασκοπικοί ανασκοπικές ανασκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασκοπικός < ανασκόπηση + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανασκοπικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]