ανασκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκοπικός < ανασκόπηση + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανασκοπικός
- που έχει σχέση με ανασκόπηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ανασκόπηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασκοπικός