αναστάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναστάσιμος < ελληνιστική κοινή ἀναστάσιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναστάσιμος, -η, -ο
- (θρησκεία) που έχει σχέση με την ανάσταση του Χριστού ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η πανηγυρική αναστάσιμη ακολουθία (παννυχίδα) θα τελεστεί απόψε στις εκκλησίες της χώρας, παρουσία πιστών, με την τήρηση όλων των προβλεπόμενων μέτρων προστασίας. (www.efsyn.gr, 26.05.2020)
- (ουσιαστικοποιημένο) τα αναστάσιμα
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με την αναγέννηση / αναζωογόνηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Αναστάσιμα
- αναστάσιμα
- → δείτε τις λέξεις Ανάσταση και ανάσταση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναστάσιμος
|