αναστηλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναστηλωτικός < αναστηλώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
αναστηλωτικός
- σχετικός με την αναστήλωση, τις σχετικές εργασίες για την αποκατάσταση μνημείου
- (σπάνια) σχετικός με την αναστήλωση των εικόνων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναστηλωτικός
|