αναστηλωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστηλωτικός η αναστηλωτική το αναστηλωτικό
      γενική του αναστηλωτικού της αναστηλωτικής του αναστηλωτικού
    αιτιατική τον αναστηλωτικό την αναστηλωτική το αναστηλωτικό
     κλητική αναστηλωτικέ αναστηλωτική αναστηλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστηλωτικοί οι αναστηλωτικές τα αναστηλωτικά
      γενική των αναστηλωτικών των αναστηλωτικών των αναστηλωτικών
    αιτιατική τους αναστηλωτικούς τις αναστηλωτικές τα αναστηλωτικά
     κλητική αναστηλωτικοί αναστηλωτικές αναστηλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναστηλωτικός < αναστηλώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

αναστηλωτικός

  1. σχετικός με την αναστήλωση, τις σχετικές εργασίες για την αποκατάσταση μνημείου
  2. (σπάνια) σχετικός με την αναστήλωση των εικόνων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]