αναστολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναστολέας < αναστολ(ή) + (-εύς) -έας < αναστέλλω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrêt ή από την αγγλική stopper[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναστολέας αρσενικό
- που αναστέλλει
- (τεχνολογία) μηχανικό σύστημα ή χημική ουσία που αναστέλλει μια λειτουργία
- ↪ ο αναστολέας διαφορικού στο αυτοκίνητο, δηλαδή ο μηχανισμός που τίθεται σε λειτουργία όταν ένας από τους τροχούς χάνει την πρόσφυσή του, οπότε πρέπει με κάποιο τρόπο να μειωθεί ή να σταματήσει η λειτουργία του διαφορικού
- ↪ ο αναστολέας ενζύμων (σε φάρμακα, όπως οι αναστολείς αρωματάσης, οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, αναστολείς της αντλ΄΄ιας πρωτονίων κ.α.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναστολέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έας (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)