ανατίναξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατίναξη οι ανατινάξεις
      γενική της ανατίναξης* των ανατινάξεων
    αιτιατική την ανατίναξη τις ανατινάξεις
     κλητική ανατίναξη ανατινάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατινάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατίναξη < ανατινάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανατίναξη θηλυκό

  • η πράξη και το αποτέλεσμα του ανατινάσσω
    η ανατίναξη της γέφυρας εμπόδισε το πέρασμα του εχθρού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]