αναταράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναταράζω < αρχαία ελληνική ἀναταράσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναταράζω

  1. προκαλώ αναταραχή, ταράζω κάποιον πολύ
  2. ανακινώ ένα θέμα που κάποιοι θέλουν να θεωρείται λήξαν

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]