ανατινάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατινάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανατινάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανατινάζομαι και ανατινάσσομαι

  1. με ανατινάζουν, καταστρέφομαι ή σκοτώνομαι με εκρηκτικά
  2. ανατινάζω τον εαυτό μου, αυτοκτονώ με εκρηκτικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]