ανατοκισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατοκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατοκίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ανατοκισμένος
- που έχει ανατοκιστεί, το κεφάλαιο στο οποίο έχει γίνει ανατοκισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατοκισμένος
|