ανατομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατομή οι ανατομές
      γενική της ανατομής των ανατομών
    αιτιατική την ανατομή τις ανατομές
     κλητική ανατομή ανατομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατομή < αρχαία ελληνική ἀνατομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανατομή θηλυκό

  • η μελέτη των εξωτερικών και κυρίως εσωτερικών δομών ενός οργανισμού, συνήθως νεκρού, με την πραγματοποίηση τομών και διανοίξεων στους εκάστοτε υπερκείμενους ιστούς, για την προσπέλαση, την αποκάλυψη και τη μελέτη των υποκείμενων ιστών και γενικότερα της εσωτερικής του δομής
υπάρχουν διάφορες μορφές ανατομής, ανάλογα με το σκοπό, π.χ. εκπαιδευτικές/επιστημονικές ανατομές, ανατομές για ιατροδικαστική έρευνα (η λεγόμενη νεκροψία) ή για τη συλλογή δειγμάτων ιστών, κλπ
ανατομές πραγματοποιούνται περισσότερο για την επιστημονική εξέταση των φυτών και των ζώων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]