ανατομικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατομικά < ανατομικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.to.miˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανατομικά
- η εξέταση ενός θέματος από ανατομική σκοπιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατομικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανατομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατομικό