αναφανδόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφανδόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναφανδόν < ἀναφαίνω, ἀναφαν- (εμφανίζω, φανερώνω) + -δόν
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.fanˈðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φαν‐δόν
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναφανδόν (τροπικό επίρρημα)
- φανερά, δημόσια, χωρίς καμιά επιφύλαξη
- ↪ τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της πολιτικής αυτής
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις ανεπιφύλακτα, πασιφανώς και ανοιχτά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- άλλες σημασίες: απροκάλυπτα, ανενδοίαστα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόν (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)