αναφύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφύομαι < αναφύω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναφύομαι
- εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι, προκύπτω
Καθημερινώς αναφύονται πολλά προβλήματα και πραγματικά δε ξέρω με ποιο να καταπιαστώ πρώτα!