αναφώνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναφώνηση οι αναφωνήσεις
      γενική της αναφώνησης* των αναφωνήσεων
    αιτιατική την αναφώνηση τις αναφωνήσεις
     κλητική αναφώνηση αναφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναφώνηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναφώνηση θηλυκό

  • λέξη ή φράση που λέγεται με δυνατή φωνή και μπορεί να εκφράζει έκπληξη, πόνο κλπ.
  1. επιφώνηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]