αναχωματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναχωματίζω < μεσαιωνικά ελληνικά αναχωματίζω < ανάχωμα(τ)-ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναχωματίζω

  1. συσσωρεύω χώμα για να γεμίσω ένα άνοιγμα στο έδαφος ή για να δημιουργήσω ανάχωμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. αναχωματώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]