αναψυκτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναψυκτικό < αναψυκτικός < αναψύχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναψυκτικό ουδέτερο
- Ποτό χωρίς αλκοόλ, αεριούχο ή μη, που πίνεται συνήθως δροσερό, όπως λεμονάδα, πορτοκαλάδα, γκαζόζα
- ↪ να σας προσφέρω ένα κρύο αναψυκτικό;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναψυκτικό