ανδρειώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανδρειώνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ανδρειώνομαι

  1. γίνομαι ανδρείος, γενναίος
  2. ανδρώνομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]