ανδροκρατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ανδροκρατούμαι
- στο γ΄ πρόσωπο, για χώρο εργασίας, τομέα δραστηριότητας ιδιωτικό και δημόσιο όπου οι θέσεις κατέχονται από άνδρες σε μεγάλη έως συντριπτική πλειοψηφία
- Οι υψηλές θέσεις στελεχών σε ιδιωτικό τομέα αλλά και στον πανεπιστημιακό, ανδροκρατούνται
- Το χρηματιστήριο είναι ανδροκρατούμενος χώρος