ανεκποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκποίητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεκποίητος < αρχαία ελληνική ἐκποιέω / ἐκποιῶ < ποιέω / ποιῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεκποίητος, -η, -ο